- παρόρθιος
- παρόρθιος, ον,A tolerably straight, not quite straight, Apollod.Poliorc. 146.7, 154.4 :—also [full] πάρορθος, ον, ib.143.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρόρθιος — ον, Α ο αρκετά όρθιος, όχι απόλυτα όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρθιος (πρβλ. εξ όρθιος)] … Dictionary of Greek
παρορθίοις — παρόρθιος tolerably straight masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορθίους — παρόρθιος tolerably straight masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορθίων — παρόρθιος tolerably straight masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρορθος — ον, Α παρόρθίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρθός (πρβλ. κάτ ορθος)] … Dictionary of Greek